- κεραμεῖον
- κεραμεῖονpotter's workshopneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεραμεῖα — κεραμεῖον potter s workshop neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμείο(ν) — το (Α κεραμεῑον, ιων. τ. κεραμήϊον) [κεραμεύς] το εργαστήριο τού κεραμέα («ἐξειργασμένον τοῡτο τὸ πεδίον καὶ κεράμεια ἐνῳκοδομημένα», Αισχίν.) αρχ. (ο ιων. τ.) κεραμήϊον το κεράμιον* … Dictionary of Greek
πελαργός — Oνομασία μερικών μεγαλόσωμων καλοβατικών πτηνών, της οικογένειας των πελαργιδών. Ο λευκός π. (cinonia ciconia), τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας, γνωστός ως λελέκι, έχει μήκος 1,30 μ. και άνοιγμα φτερών που μπορεί να ξεπεράσει τα 2,20 μ. Το… … Dictionary of Greek
κεραμείοις — κεραμεί̱οις , κεραμεῖον potter s workshop neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμείου — κεραμεί̱ου , κεραμεῖον potter s workshop neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμείων — κεραμεί̱ων , κεραμεῖον potter s workshop neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμείῳ — κεραμεί̱ῳ , κεραμεῖον potter s workshop neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμήια — κεραμήϊα , κεραμεῖον potter s workshop neut nom/voc/acc pl κεραμήιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμήιον — κεραμήϊον , κεραμεῖον potter s workshop neut nom/voc/acc sg κεραμήιος masc acc sg κεραμήιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)